-
1 уровень
-вня α.1. στάθμη• επίπεδο-επιφάνεια•уровень воды η στάθμη του νερού•
над -ем моря πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
2. μτφ. βαθμός•низкий, высокий уровень жизни χαμηλό, υψηλό βιοτικό επίπεδο•
переговоры на уровень послов συνομιλίες σε επίπεδο πρεσβευτών•
совещание на высоком -е σύσκεψη κορυφής.
3. βλ. ватерпас.εκφρ.в уровень с чем – στο ίδιο ύψος ή επίπεδο με κάτι•быть (находить(ся) на -е – αντιστοιχώ. -
2 уровень
1. (прибор) το αλφάδι 2. (степень величины, значимости и т.п.) το επίπεδο, ο βαθμόςэнергетический - физ. η ενεργειακή στάθμη3. (условная горизонтальная линия или плоскость, являющаяся границей высоты чего-л) το επίπεδο, η επιφάνεια 4. (высота подъёма жидкости) η στάθμη- воды принятый за нулевой - του ύδατος, θεωρούμενη ως βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уровень
-
3 повысить
1. (сделать более высоким) ανεβάζω, υψώνω, ανυψώνω 2. (усилить, увеличить) αυξάνω, μεγαλώνω, αναπτύσσω, δυναμώνω 3. (улучшить, усовершенствовать)αναβαθμίζω, βελτιώνω, καλυτερεύω 4. (перевести на более ответственную должность) προάγω, προβιβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повысить
-
4 статический
επ.στατικός, της στατικής•-уровень воды στατική στάθμη του νερού.
|| ακίνητος. -
5 νερό
τό1) вода;νερό πηγαδήσιο — колодезная вода;
πόσιμο νερό — питьевая вода;
γλυκό νερό — пресная вода;
βρασμένο νερό — кипячёная вода;
μεταλλικό νερό — минеральная вода;
νερό τρεχούμενο — проточная вода;
η στάθμη τού νερού — уровень воды;
πέφτω στα νερά упасть в воду, в лужу;2) дождь;αν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά... — если в марте раза два пойдёт дождь...;
3) моча;4) мочеиспускание;κάνω το νερό μου — мочиться;
πάω προς νερού μου — идти в туалет, в уборную;
5) πλ. отлив, перелив;ΰφασμα με νερά — муаровая ткань;
τό ατλάζι κάνει ωραία νερά — атлас красиво переливается;
6) πλ. мор. ватерлиния;7) πλ. мор. кильватер;§ ιαματικά νερά — воды (курорт);
ναύτης (γιατρός, δικηγόρος κ.τ.λ.) τού γλυκού νερου — горе-моряк (-врач, -адвокат и т. п.);
μιά νέα σαν το κρύο νερό — молодая красивая девушка, девушка кровь с молоком;
κάνω μιά τρύπα στο νερό — толочь воду в ступе, делать что-л, впустую, напрасно;
η βάρκα κάνει νερά — лодка дала течь;
τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;
αυύτη η δουλειά σηκώνει νερό — на этом можно заработать;
αυτό σηκώνεινερό — это ещё как сказать!;
βάλε νερό στο κρασί σου — умерь свой аппетит, пыл; — сбавь тон;
έκανέ νερά — он спасовал;
έχει χάσει τα νερά του — он сам не свой;
τον έφερα στα ( — или με τα) νερά μου — я сделал его своим единомышленником; — я его склонил на свою сторону;
δεν δίνει ο6*τε τού αγγέλου τού νερό — у него зимой снега не выпросишь;
ξέρω το μάθημα μου νερό ( — или νεράκι) — знать урок на зубок, как свои пять пальцев;
αυτό θα πουληθή χίλιες δραχμές μεσ' στο νερό — это наверняка можно продать за тысячу драхм;
κουβαλώ ( — или χύνω) νερό στο μύλο κάποιου — лить воду на чью-л. мельницу
-
6 возвысить
-ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. -ышенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.1. παλ. υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι ψηλότερο•2. μτφ. εξυψώνω, ανεβάζω.3. παλ. υπερτιμώ, υψώνω, ανεβάζω (τιμή, αξία κ.τ.τ.).4. (για φωνή) δυναμώνω, υψώνω, ανεβάζω,1. παλ. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι•уровень воды значительно -лся η στάθμη του νερού ανέβηκε αρκετά.
2. (για είδη)υπερτιμιέμαι, υψώνομαι, ανεβαίνω•цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.
3. (γΐα φωνή) δυναμώνω, υψώνομαι, ανεβαίνω. -
7 спустить
ρ.σ.μ.1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•
спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•
спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•
спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•
спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.
|| σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.
|| μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.
2. χαμηλώνω•спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.
|| κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.
3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•спустить курок πατώ τη σκαντάλη•
собаку с цепи λύνω το σκυλί.
4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.
|| ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.
6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.εκφρ.спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•
шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).
|| πλέω προς τα κάτω.2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.
|| χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.
|| ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.
3. υποβιβάζομαι.4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.
εκφρ.спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι).